- βούρκωμα
- το [βουρκώνω]1. η ρύπανση με βούρκο ή λάσπη2. η θόλωση του νερού3. η θόλωση του ουρανού4. η θόλωση των ματιών.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βούρκωμα — το η ύγρανση και το θόλωμα των ματιών, το σκοτείνιασμα: Συγκινήθηκε από το βούρκωμα των ματιών της … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θόλωση — η (Α θόλωσις) [θολώ] (κυρίως για νερό) η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού θολώνω, το θόλωμα, το βούρκωμα … Dictionary of Greek